ALONE

Blackred- Από το τζάμι...

Picture
...Και ανηφορίζοντας την κατηφόρα, ξαφνικά έρχεται το κομμάτι και σου θυμίζει, τις επόμενες στροφές. Αναρωτιέσαι, πώς μπορεί να γίνει ένα κομμάτι δρόμου να ταυτιστεί με ένα πέρασμα στίχων και μουσικής; Δε αμφιβάλεις, ότι αυτό ίσως έγινε την ώρα που κοιμόσουν και στο πίσω κάθισμα, αφημένες μνήμες αγνώστων έτρωγαν σιγά-σιγά το ύφασμα. Η βροχή δεν έχει σταματήσει από τότε που ξεκίνησες και ίσως φτάσεις σπίτι σου, πάλι με βροχή. Μα τόσο πολύ είναι ‘’φρικαρισμένος’’ ο ουρανός, που δεν μπορεί να ηρεμίσει ούτε λεπτό;

‘’Κραδαίνοντας το λοστό, χτυπάς μια στην σκέψη και σωπαίνεις/δεν είναι το ανέφικτο που δεν θωρείς, είναι η αντίληψη που έχει στοχεύεις,/ και στροβιλίζοντας αχνά το σύννεφο κοντά σου,/ ακούς από τα μέσα σου τον στίχο της γενιάς σου./ ’’ Φυσάει κόντρα σε ολάκαιρη γη, και πάει λέγοντας, περνάνε οι καιροί,/ μεγάλωσε μέσα σου το σκουλήκι του κακού,/ πέταξες από πάνω σου ότι καθαρό του εαυτού.’’

Χαμογελάς με την πρώτη γάτα που βλέπεις. Άραγε που κοιμάται τα βράδια; Την ώρα που εσύ, δεν απευθύνεις τον λόγο σε κανένα, μόνο απλά κάθεσαι και πίνεις. Τί; Ούτε εσύ ξέρεις. Μπορεί να έχει από ώρα αδειάσει το ποτήρι, όμως δεν είναι αυτό που στην πραγματικότητα σε αφορά. Αλλού είσαι, αλλού ξυπνάς, ‘’τυχαία’’ βρέθηκες εδώ. Στο ανήλιο στενάκι των πόλεων, και στον καφενέ των χαμένων. Ο τρελός απέναντι σιγοτραγουδάει, τα λόγια του Lou Reed. Το κέρασμα σου περνάει από το μυαλό, γιατί σου θύμισε, τότε που... Τότε που περπάτησες στο σκοτάδι, νιώθοντας τα φώτα να σε τυφλώνουν.

‘’Άπειρε σχοινοβάτη, κοίταξε το κενό που χάσκει από κάτω. Νιώσε την δύναμη του βήματος και κάνε το άλμα, μπροστά και μακριά, εκεί όπου κατοικούν παράξενοι, χαμογελαστοί τύποι. Μακρυμάλλες με όμορφα μάτια, που κοιτάς μέσα τους εκείνο το παράθυρο.’’

‘’Αφήνοντας τον άρρωστο, να πεθάνει ασθμαίνοντας/τραβάς για το λιμάνι που’ ναι δεμένα τα σκαριά,/ σάπια και άχρηστα πια,/ κρατώντας μες’ στα ξάρτια τους μια πολυκαιρισμένη από γλαρόνια, φωλιά./ Έξω απ΄ τ’ Αλγέρι, σκούπιζες τον ίδρωτα κοιτώντας, τα λερωμένα χέρια σου από το αίμα του Γερμανού,/ και έδιωχνες ενόμιζες την πίκρα, στις ρίμες του καιρού.’’